- σοκάρω
- şoka uğratmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σοκάρω — σοκάρω, σόκαρα και σοκάρισα βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σοκάρω — (I) Ν 1. προκαλώ δυσάρεστη έκπληξη σε κάποιον με απρεπή λόγο ή με ανάρμοστη πράξη 2. προκαλώ τον αποτροπιασμό 3. παθ. σοκάρομαι α) υφίσταμαι δυσάρεστη έκπληξη από μια ενέργεια ή από ένα γεγονός β) παθαίνω σοκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. choquer]. (II) Ν … Dictionary of Greek
σοκάρω — (λ. γαλλ.), σόκαρα και σοκάρισα, σοκαρίστηκα, σοκαρισμένος, προκαλώ έκπληξη, ενοχλώ κάποιον με ανάρμοστη πράξη ή λόγο: Τον σόκαρε με τα τολμηρά ανέκδοτά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σοκάρισμα — το, Ν [σοκάρω] δυσάρεστη έκπληξη από κάτι απροσδόκητο … Dictionary of Greek